- ἐτητυμία
- ἐτητῠμ-ία, poet. [suff] ἐτητῠμ-ίη, ἡ,A truth, Call.Aet.3.1.76, AP9.771 (Jul.), Max.462, Orph.Fr.280.7.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ετητυμία — ἐτητυμία και ποιητ. τ. ἐτητυμίη, ἡ (Α) [ετήτυμος] αλήθεια, γνησιότητα … Dictionary of Greek
ἐτητυμίη — ἐτητυμία truth fem nom/voc sg (epic ionic) ἐτητυμίη truth fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτητυμίην — ἐτητυμία truth fem acc sg (epic ionic) ἐτητυμίη truth fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτητυμίης — ἐτητυμία truth fem gen sg (epic ionic) ἐτητυμίη truth fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτητυμίῃ — ἐτητυμία truth fem dat sg (epic ionic) ἐτητυμίη truth fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτητυμίῃσιν — ἐτητυμία truth fem dat pl (epic ionic) ἐτητυμίη truth fem dat pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)